Κατηγορίες
Κείμενα Κείμενα Αντιφασιστικής Συνέλευσης Πειραιά

Σχόλια με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ Kill ‘em all, in the name of the name.

Πριν λίγο καιρό βιώσαμε πανελλαδικά την εθνικιστική έξαρση όπως αυτή εκφράστηκε στα συλλαλητήρια που πραγματοποιήθηκαν με αφορμή το ζήτημα της ονομασίας του γειτονικού κράτους της Μακεδονίας  σε Θεσσαλονίκη κι Αθήνα. Ορδές “φτωχών” πλην τίμιων πατριωτών ξεχύθηκαν κατά χιλιάδες στους δρόμους των πόλεων για να βροντοφωνάξουν: “το όνομα μας είναι η ψυχή μας” με τις ευλογίες της εκκλησίας, κομμάτων, “πολιτιστικών” συλλόγων κι επιχειρηματιών, σε μια ξαναζεσταμένη συνταγή εθνικής ομοψυχίας. Οποιοσδήποτε στάθηκε κριτικά απέναντι στις συγκεντρώσεις αυτές, αναδεικνύοντας το προφανές γεγονός ότι στις τάξεις των πατριωτών συμμετείχαν απροκάλυπτα οργανωμένες ομάδες νεοναζί, βαφτίστηκε “ανθέλληνας” απ’ τα media σε μια μαζική λαϊκιστική προσέγγιση, μέσω της οποίας ο λαός πάντα έχει δίκιο.

 

Προφανώς όλα αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο, το έργο αυτό είχε ξαναπαιχτεί τον Φεβρουάριο του 1992 με πολύ μαζικότερους όρους, έχοντας ως φόντο την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ντοκιμαντέρ αυτό δείχνει με πολύ αναλυτικό τρόπο τα γεγονότα που εκτυλίσσονταν στις γειτονικές μας χώρες,  αποδομώντας την φαντασιακή αφήγηση του τότε.

 

Μπορεί τα γεωπολιτικά δεδομένα σήμερα να έχουν αλλάξει, με τις επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού κράτους  να μην μοιάζουν πλέον πιθανές εφόσον τα σύνορα έχουν πλέον οριστικοποιηθεί, η κεντρική ιδέα όμως παραμένει η ίδια. Η αλυτρωτική αντίληψη ότι τα εδάφη των Σκοπίων και μέρος της βόρειας ηπείρου  δικαιωματικά ανήκουν στην Ελλάδα, τροφοδοτείται από την εθνική αφήγηση περί ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού από την εποχή του μεγαλέκου μέχρι σήμερα σε συνδυασμό με την αδιάλειπτη παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις περιοχές αυτές και κυρίως της γλώσσας και της θρησκείας, δηλαδή δύο απ’ τους βασικούς παράγοντες συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας.

 

Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Η περιοχή της ευρύτερης μακεδονίας (γεωγραφικά προσδιορισμένη έως και τα Σκόπια), υπήρξε για αιώνες μια κατεξοχήν πολυπολιτισμική κοινωνία με πολλές διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, διαλέκτους, θρησκείες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε περιβάλλον παρακμής της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ανάγκη κομματιού του πληθυσμού για αυτονόμηση έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη των οικονομικών και θρησκευτικών ελίτ να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους. Ο καλύτερος τρόπος για αυτό ήταν η συγκρότηση εθνικού κράτους με σαφή σύνορα ενιαία γλώσσα και θρησκεία. Το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος δεν έμεινε αδιάφορο. Παρατηρώντας την Βουλγαρία να εμπλέκεται ενεργά, είτε μέσω της πολιτιστικής επιρροής των κομιτάτων και του πατριαρχείου, είτε διεκδικώντας εδάφη από την περιοχή αυτή, οργάνωσε τις περίφημες ομάδες “μακεδονομάχων” προκειμένου να συμμετέχει στον διαμοιρασμό των νέων εδαφών. Τα γεγονότα αυτά που οδήγησαν στον α’ βαλκανικό πόλεμο (1912), δεν είχαν ηρωική διάσταση όπως προσπαθούν να προβάλλουν οι θιασώτες της εθνικής ενότητας, καθώς ο πληθυσμός των περιοχών αυτών έπεσε θύμα εθνικών εκκαθαρίσεων , μαζικών σφαγών κι εκτοπισμών που διήρκησαν πολλά χρόνια στα πλαίσια των ανταγωνισμών των γύρω κρατικών δυνάμεων (Ελλάδα, Βουλγαρία, Οθωμανική αυτοκρατορία).

 

Όλη αυτή η βίαιη διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών στην περιοχή των Βαλκανίων έφτασε στο αποκορύφωμα της στις αρχές της δεκαετίας του 90 με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αυτονόμηση διαφόρων κρατών όπως η Κροατία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη η Σλοβενία και η πρώην Γιουγκοσλαβική δημοκρατία της Μακεδονίας(Σκόπια). Η Σερβία την περίοδο εκείνη, διοικώντας το μεγαλύτερο μέρος του Γιουγκοσλαβικού στρατού, αποτελούσε την κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στην περιοχή και δεν άργησε να ξεκινήσει την υλοποίηση του επεκτατικού της σχεδίου για τη δημιουργία της μεγάλης Σερβίας. Το καθεστώς του Μιλόσεβιτς έχοντας καλλιεργήσει τα προηγούμενα χρόνια στο εσωτερικό του μέσω εθνικιστικής προπαγάνδας, την αίσθηση απειλής για τις σερβικές μειονότητες και την ορθοδοξία απ´ τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, παράλληλα με τις υποτιθέμενες αλυτρωτικές βλέψεις εναντίον τους, ξεκίνησε τις μαζικές εκκαθαρίσεις πληθυσμών  πρώτα στην Κροατία και στη συνέχεια στην Βοσνία. Η Ελλάδα αντιλαμβανόμενη την προοπτική διαμοιρασμού των Σκοπίων, το οποίο αποτελούσε ένα απ’ τα πιο αδύναμα νεοσύστατα κράτη, τάχτηκε (έμμεσα στην αρχή) με το πλευρό των σέρβων φασιστών, ιδεολογικά και συνειδησιακά.

 

Το ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας  και η εθνική συσπείρωση γύρω του εκφράζει στην ουσία του τις χειρότερες επεκτατικές βλέψεις του ελληνικού εθνικού κορμού, ο οποίος με αφορμή το ονοματολογικό έφτασε σε σημείο να στηρίξει ένα απ’ τα μαζικότερα εγκλήματα πολέμου  της σύγχρονης εποχής (μόνο στη Σρεμπρένιτσα ο άμαχος πληθυσμός που σκοτώθηκε ξεπερνάει τις 5 χιλιάδες). Αναδύθηκε από όλο το πολιτικό φάσμα (δεξιά- αριστερά) και τα Μ.Μ.Ε, μια επιθετική ρητορική ενάντια στο νεοσύστατο γειτονικό κράτος της Μακεδονίας, στο οποίο αποδόθηκαν αλυτρωτικές βλέψεις και υποτιθέμενη κατάχρηση της ελληνικής ιστορίας παράλληλα με την καλλιέργεια ρατσιστικών αντιλήψεων για τους κατοίκους του (γυφτοσκοπιανοί), εν αναμονή της μοιρασιάς του από τους σφαγείς Μιλόσεβιτς, Κάραζιτς και Μλάντιτς. Μπορεί οι στόχοι για εδαφική επέκταση τελικά να μην επιτεύχθηκαν, αλλά το οικοδόμημα της εθνικής συνείδησης στήθηκε σε πολύ ισχυρά θεμέλια εκπαιδεύοντας μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού στον ρατσισμό, τον σωβινισμό και την διάχυτη αντίληψη της ανωτερότητας απέναντι στους γειτονικούς πληθυσμούς, εκπαίδευση η οποία αποτέλεσε γόνιμο έδαφος στην ανάδυση φασιστικών ιδεών και κομμάτων όπως η χρυσή αυγή.

 

Βλέπουμε λοιπόν ότι τα ρατσιστικά, συντηρητικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας του σήμερα καλλιεργούνται συστηματικά κι έχουν τις βάσεις τους στις μαζικές εκδηλώσεις εθνικής υπηρηφάνειας κι ομοψυχίας, οι οποίες προωθούνταν και προωθούνται από όλους τους θεσμούς ως δημοκρατικό δικαίωμα του “κυρίαρχου” λαού. Όλοι αυτοί που συμμετέχουν στα εθνικιστικά συλλαλητήρια δεν είναι αθώοι καθώς αναπαράγουν εθνικιστικές ρητορικές περί ανωτερότητας, οι οποίες περνάνε πάντοτε από την εξόντωση του άλλου, δηλαδή οποιουδήποτε δεν ταιριάζει πολιτιστικά στην σάπια μοντέρνα εκδοχή του ελλάς-ελλήνων χριστιανών.

 

Το συλλογικό υποκείμενο του έλληνα πατριώτη που δεν “ανέχεται” να οικειοποιούνται άλλα κράτη ένα όνομα που θεωρεί ότι του ανήκει, παραχαράσσοντας την ιστορία “του”, που κοιμάται και ξυπνάει εθνικά υπερήφανος, είναι ο ίδιος που κάθε μέρα νοιώθει ότι απειλούμαστε από τους μετανάστες, που  φοβάται για την αλλοίωση του πολιτισμού μας από τους μουσουλμάνους, των παραδόσεών μας από ανθρώπους με διαφορετική σεξουαλική προτίμηση. Δεν είναι απλά οπισθοδρομικός, είναι επικίνδυνος εφόσον γνωρίζει ότι διαχρονικά τα  εθνικά ιδεώδη εκφράζονται πάνω στα πτώματα των άλλων.

 

Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ συνειδητοποιεί κανείς ότι η αφήγηση γύρω από ιστορικά γεγονότα δεν είναι αυτή που αποτυπώνεται απαραίτητα από την επίσημη ιστοριογραφία και την ανάγνωση της ιστορίας από την πλευρά των νικητών με όρους  απόλυτης αλήθειας. Είναι λοιπόν ένα σημαντικό στοίχημα η ανάδειξη των εμπειριών και των μαρτυριών  ανθρώπων που υπέφεραν στο όνομα των εθνικών ιδεών.